- στήληκα
- Α(κατά τον Ησύχ.) «τὴν νύσσαν».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη λ. στήλη με επίθημα -ηξ, -ηκος και έχει τη σημ. «στήλη που αποτελούσε όριο, τέρμα σε αγώνα δρόμου» (βλ. και λ. νύσσα [Ι])].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.